- παπύριον
- παπύριονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παπύριον — τὸ, ΜΑ βλ. παπύρι … Dictionary of Greek
παπυρίου — παπύριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παπυρίῳ — παπύριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παπύρι — το / παπύριον ΝΜΑ [πάπυρος] υποκορ. τού πάπυρος, μικρός πάπυρος … Dictionary of Greek